Print Friendly, PDF & Email

Σχόλιο-ΕπεξήγησηΑναδημοσιεύουμε ένα σημαντικό άρθρο του πατέρα της παγκόσμιας διακυβέρνησης στα διεθνή ΜΜΕ, Γκίντεον Ράχμαν (Gideon Rachman), ο οποίος πριν μερικά χρόνια διακήρυττε (“And now for a World Government”, Financial Times, 08/12/2008) ότι η Παγκόσμια Διακυβέρνηση, την οποία σήμερα βλέπουμε να σοβεί, είναι «μονόδρομος» στη σημερινή μορφή του διεθνοποιημένου συστήματος της Οικονομίας Αγοράς και των ψευτο-δημοκρατικών καθεστώτων που στήνονται ανά την υφήλιο..

Το παρακάτω άρθρο που δημοσιεύεται στην καθεστωτική οικονομική ναυαρχίδα των Financial Times, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί δείχνει τι πραγματικά φοβούνται αλλά και προσδοκούν οι διαχειριστές της Νέας Διεθνούς Τάξης, δηλαδή η Υπερεθνική και η Σιωνιστική ελίτ. Το άρθρο αυτό, πέραν των άλλων δίνει μια απάντηση στις ανιστόρητες θέσεις της «Μαρξιστικής Αριστεράς», που αυτό που βλέπει είναι «ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς» στην περιοχή.

Ο Ράχμαν γράφει: «η καθοριστική διαφορά με τις ψυχροπολεμικές κρίσεις είναι ότι σήμερα μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, και ίσως μια μέρα με την Κίνα, εμπεριέχει οικονομικές επιπλοκές που δεν υπήρχαν όταν ο κόσμος ήταν μοιρασμένος σε αντίπαλα πολιτικά και οικονομικά μπλοκ».

Στη νέα εποχή δηλαδή της Νεοφιλελεύθερης Καπιταλιστικής Παγκοσμιοποίησης, που αναδύθηκε λόγω της εδραίωσης και επέκτασης του νέου φαινομένου των Υπερεθνικών ή Πολυεθνικών Επιχειρήσεων, είναι η Υπερεθνική Ελίτ (σχηματικά οι G7) που κάνει κουμάντο, και αυτό παρότι μπορεί να έχει και κάποιες εμπορικές σχέσεις με τους αντιπάλους της, οι οποίοι βέβαια δεν παύουν να είναι και αυτοί καπιταλιστές, όπως είναι η Ρωσική ελίτ υπό τον Πούτιν.  Όμως η καπιταλιστική Ρωσική ελίτ, στηριζόμενη από ένα τεράστιο λαϊκό κίνημα κατά της Παγκοσμιοποίησης (που μάλιστα τώρα εκδηλώνεται και με τον πιο επίσημο τρόπο – από δημοψηφίσματα, δημοσκοπήσεις κλπ.), εκπροσωπεί μια παλιότερη μορφή, «εθνικού καπιταλισμού» που ασκούσε βέβαια σημαντικούς κοινωνικούς ελέγχους επάνω στις αγορές, σε σχέση με τον σημερινό κυρίαρχο καπιταλισμό των ανοιχτών και απελευθερωμένων αγορών, της Νέας Διεθνούς Τάξης.

Η σύγκρουση λοιπόν αυτή που πιθανότητα θα πάρει τη μορφή ενός νέου Ψυχρού Πολέμου, μπορεί να έχει τεράστια σημασία για τον αγώνα κατά της Παγκοσμιοποίησης, και εν τέλει για την Κοινωνική Απελευθέρωση όπως προτείνει το μέτωπο Κοινωνικής και Εθνικής Απελευθέρωσης (ΜΕΚΕΑ).

Πάντως, πέρα από τον  αναμενόμενο κυνισμό του άρθρου και τα δόλια συμπεράσματα του Ράχμαν, «διαφωνούμε» με την ανάλυση του για την υποτιθέμενη αλληλεξάρτηση των ΗΠΑ από την Κίνα, αφού η εξάρτηση της Κίνας (σε αντίθεση σήμερα με τη Ρωσία που δεν είναι τόσο εξαρτημένη όσο η Κίνα) είναι πολύ  μεγαλύτερη (οι δυτικές πολυεθνικές ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος της Κινεζικής Οικονομίας!), και αυτό παρά τα «αντίποινα» που θα μπορούσε να πάρει η Κινεζική ελίτ ενάντια στη Δϋση, αφού και αυτά ακόμα τα αντίποινα θα είχαν μεγαλύτερες επιπτώσεις στην Κινεζική οικονομία όσο είναι ενταγμένη στη Νεοφιλελεύθερη Παγκοσμιοποίηση.

Τέλος, η συστημική ανάλυση του Ράχμαν για την, εν μέρει, αποδοτικότητα του δυτικού εμπάργκο στο Ιράν είναι μεν σωστή, καθώς πράγματι οι πιέσεις δεν έπληξαν τη Δύση αφού το Ιράν δεν είχε τίποτα που να μην  μπορεί να βρει η Δύση αλλού.

Όμως εάν είναι αποφασισμένες χώρες όπως το Ιράν και η Κίνα να προχωρήσουν σε Οικονομική και Πολιτική Αυτοδυναμία και πλήρη ρήξη με την Παγκοσμιοποίηση, στη βάση λ.χ. της Ευρασιατικής Ένωσης, δεν θα έχουν κανέναν «οικονομικό αποκλεισμό» από τη Νέα Διεθνή Τάξη που να τις φοβίσει. Και ιδίως δεν θα έχει να φοβίσει τίποτα τους λαούς τους, που θα μπορούν μέσα από την οικονομική και πολιτική ανεξαρτησία τους, να αυτό-καθοριστούν και να καλύπτουν όλες τους τις πραγματικές ανάγκες, όπως θα τις ορίζουν τελικά οι ίδιοι, χωρίς να έχουν από πάνω την κτηνωδία της ΝΔΤ και των οργάνων της, όπως γίνεται π.χ. σήμερα στην Ελλάδα. (βλ. λ.χ. την πρόταση μας του ΜΕΚΕΑ για την Ελλάδα ως μέτωπο που ξεκινάει από «τα κάτω»).

Μετά από αυτή την εισαγωγή μας, από την οπτική μας, έχουμε τονίσει κάποια σημεία του κειμένου του που πιστεύουμε δείχνουν τις σκέψεις του πιο βαθέως κατεστημένου της Παγκοσμιοποίησης.

 

Η Ουκρανία δημιουργεί ένα «προηγούμενο» για την Αμερικανική εξουσία

του Gideon Rachman 

ΠΗΓΗ: Financial Times (10/03/2014)

 

Η ουκρανική κρίση είναι η μεγάλη δοκιμασία στην εξωτερική πολιτική της νέας εποχής της παγκοσμιοποίησης, όπου οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοι είναι συχνά οι βασικοί εμπορικοί εταίροι. Η προσαρμοσμένη στρατηγική Obama και η «σκιά» της Κίνας.

Πριν από λίγες εβδομάδες, ακόμα και οι Ευρωπαίοι δεν έδιναν μεγάλη σημασία στα γεγονότα της Ουκρανίας. Σήμερα, όλος ο πλανήτης επαγρυπνεί. Κι αυτό γιατί η ρωσική εισβολή στην Κριμαία θεωρείται ευρέως άμεση πρόκληση στην, υπό αμερικανική ηγεσία, παγκόσμια τάξη. Αν ο Πρόεδρος Πούτιν πετύχει τον σκοπό του, τότε κι άλλες κυβερνήσεις, όπως της Κίνας ή του Ιράν, ίσως σκεφτούν ότι δεν είναι πια τόσο επικίνδυνο να εναντιώνεσαι στην Αμερική.

Οι αντίπαλοι του Μπ. Ομπάμα στη Δύση ισχυρίζονται ότι ο Αμερικανός Πρόεδρος δείλιασε όσον αφορά τη χρήση βίας στη Συρία κι έχει δείξει αδυναμίες στις διαπραγματεύσεις με το Ιράν και την Κίνα. Ο γερουσιαστής Τζ. Μακ Κέιν, ο ηττημένος αντίπαλος του Μπ. Ομπάμα το 2008, ισχυρίζεται ότι η ουκρανική κρίση είναι «το απώτερο αποτέλεσμα μιας άβουλης εξωτερικής πολιτικής, όπου κανένας δεν πιστεύει πια στη δύναμη της Αμερικής».

Όμως, στο σενάριο του «αδύναμου Ομπάμα» χάνεται η ουσία. Εδώ δεν πρόκειται για τον Ψυχρό Πόλεμο, όπου οι Αμερικανοί πρόεδροι καλούνταν να επιδείξουν ακλόνητη αποφασιστικότητα, σε μια παγκόσμια μάχη με τον αδιάλλακτο σοβιετικό αντίπαλο. Αντίθετα, η ουκρανική κρίση είναι σοβαρή δοκιμασία για τους κανόνες εξωτερικής πολιτικής της νέας εποχής, της εποχής της παγκοσμιοποίησης, όπου οι πιο επικίνδυνοι αντίπαλοι της Δύσης είναι συχνά οι βασικοί εμπορικοί εταίροι της.

Το μόνο κοινό με τον Ψυχρό Πόλεμο είναι ότι στην Ουκρανία του 2014, όπως και στην Ουγγαρία του 1956, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν φυσική βία. Το γεγονός ότι ο Μπ. Ομπάμα αποκλείει τη στρατιωτική απάντηση αποδεικνύει όχι ότι είναι αδύναμος, αλλά ότι είναι λογικός.

Ωστόσο, η καθοριστική διαφορά με τις ψυχροπολεμικές κρίσεις είναι ότι σήμερα μια αντιπαράθεση με τη Ρωσία, και ίσως μια μέρα με την Κίνα, εμπεριέχει οικονομικές επιπλοκές που δεν υπήρχαν όταν ο κόσμος ήταν μοιρασμένος σε αντίπαλα πολιτικά και οικονομικά μπλοκ. Αυτό που δεν γνωρίζουμε ακόμη είναι αν η Δύση έχει αποφασίσει το πώς θα παίξει το οικονομικό χαρτί που της μοίρασε η παγκοσμιοποίηση.

Το πρόβλημα είναι ότι, ενώ οι δυτικές δυνάμεις γνωρίζουν πως μπορούν να βλάψουν τη Ρωσία οικονομικά, γνωρίζουν επίσης ότι αν το κάνουν θα προκαλέσουν και μπόλικες παράπλευρες απώλειες στις δικές τους οικονομίες. Είναι προετοιμασμένοι οι Ευρωπαίοι και οι Αμερικανοί να το δεχτούν;

Η πίστη στη δυνητική ισχύ των οικονομικών κυρώσεων έχει τονωθεί από την εντυπωσιακή ζημιά που κατάφεραν στο Ιράν, αποκόβοντας τη χώρα από το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό και εμπορικό σύστημα. Όμως οι οικονομικές πιέσεις στο Ιράν απέδωσαν εν μέρει επειδή η χώρα δεν είχε τίποτα που να μην μπορεί η Δύση να βρει αλλού: Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, το ιρανικό φυσικό αέριο μπορεί να αντικατασταθεί, από το ρωσικό φυσικό αέριο.

Η Ρωσία είναι πολύ μεγαλύτερη πρόκληση. Οι δυτικοί ηγέτες γνωρίζουν ότι είναι αδύνατον να προκαλέσουν πραγματική ζημιά χωρίς να εκτεθούν οι αδυναμίες και των δικών τους χωρών, είτε πρόκειται για τη γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό αέριο, είτε για τον ρόλο της Μ. Βρετανίας ως χρηματοπιστωτικού κέντρου, είτε για τη γαλλική σύμβαση 1,2 δισ. ευρώ για πλοία στο ρωσικό ναυτικό. Η Αμερική έχει λιγότερο εμπόριο με τη Ρωσία, αλλά επίσης γνωρίζει ότι οι αμερικανικές κυρώσεις θα έχουν πολύ μικρότερη αποτελεσματικότητα χωρίς την ευρωπαϊκή συμμετοχή.

Η σύγκρουση με τη Ρωσία έχει διεθνείς επιπτώσεις, γιατί θα μπορούσε να αποτελεί υπόδειγμα για μία ακόμη ισχυρότερη αντιπαράθεση, που θα μπορούσε κάποια μέρα να εκδηλωθεί με την Κίνα. Όπως με τη Ρωσία, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε όλο και πιο αντιφατική πολιτική και στρατηγική σχέση με μια χώρα που έχει επίσης ζωτική σημασία για τη διεθνή οικονομία. Αν η κινεζική ηγεσία αποφάσιζε «να το κάνει όπως ο Πούτιν» και να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία στη διαμάχη με την Ιαπωνία για τα νησιά Diaoyu Senkaku, πώς θα αντιδρούσαν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους; Σε αντίθεση με τους Ουκρανούς, οι Ιάπωνες απολαμβάνουν την προστασία της συνθήκης ασφαλείας με τις ΗΠΑ. Όμως η Κίνα, όπως η Ρωσία, μπορεί να θεωρήσει ότι η Αμερική δεν θα ρισκάρει να μπει σε πόλεμο με μια άλλη πυρηνική δύναμη, ειδικά με αφορμή κάποιες ακατοίκητες βραχονησίδες στην άλλη πλευρά του πλανήτη.

Θα έπρεπε τότε να ληφθούν υπόψη οικονομικές κυρώσεις. Όμως τα πράγματα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολα απ’ όσο με τη Ρωσία, γιατί η Κίνα σήμερα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο. Θεωρητικά, οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να απαγορεύσουν την εισαγωγή κινεζικών αγαθών – ή και σε ακραία περίπτωση να χρησιμοποιήσουν το αμερικανικό ναυτικό για να μπλοκάρουν τις ενεργειακές εισαγωγές της Κίνας. Όμως, όπως και οι Ρώσοι, οι Κινέζοι θα έχουν πολλά οικονομικά όπλα για αντίμετρα, από τη δημιουργία προβλημάτων στις αλυσίδες προσφοράς αμερικανικών επιχειρήσεων, μέχρι να αρνηθούν να αγοράζουν αμερικανικά ομόλογα. Η γνώση ότι οι Κινέζοι -όπως οι Ιρανοί, οι Σύριοι και άλλοι- επαγρυπνούν, αυξάνει τα κίνητρα δράσης της Αμερικής στην Ουκρανία. Η θεωρία του «αδύναμου Ομπάμα», αν και είναι άδικη και υπεραπλουστευτική, έχει κερδίσει κάποια αξία ανά τον κόσμο. Αν ο Πρόεδρος εκφράσει την απειλή ότι οι ρωσικές κινήσεις στην Ουκρανία «θα έχουν κόστος», αλλά εν τέλει δεν την εκπληρώσει, θα εμφανιστεί ανόητος. Οι δυνητικοί αντίπαλοι της Αμερικής θα μπορούσαν επίσης να συμπεράνουν πως η παγκόσμια οικονομική αλληλεξάρτηση δεν έχει ενισχύσει πολιτικά τη Δύση, αλλά την έχει αποδυναμώσει.

Αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια βραχυπρόθεσμα: Θα δούμε. Μακροπρόθεσμα, όμως, η παγκοσμιοποίηση εξακολουθεί να δουλεύει προς όφελος της Δύσης, ακόμη και πολιτικά. Μπορεί να έχει περιορίσει τη δυνατότητά της να τιμωρεί, αλλά έχει αυξήσει τη δύναμή της να ελκύει. Εν τέλει, η τιμωρία που θα πλήγωνε περισσότερο τον κ. Πούτιν θα ήταν να χάσει την Ουκρανία. Όμως με την κατάληψη της Κριμαίας και την απειλή της ανατολικής Ουκρανίας, η Ρωσία πιθανόν να αποξενώσει μόνιμα τον ουκρανικό πληθυσμό. Παράλληλα, θα αναδείξει το επιχείρημα ότι η Δύση είναι πολιτικά και οικονομικά πιο ελκυστική από τη ρωσική εναλλακτική. Ακόμη κι αν η ουκρανική κρίση κάνει τη Δύση να δείξει πρόσκαιρα αδύναμη, οι μακροχρόνιες τάσεις παραμένουν πολύ πιο ευνοϊκές για τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. παρά για τη Ρωσία.