Print Friendly, PDF & Email

Στην εποχή όπου ο κινηματογράφος τείνει να ταυτιστεί με τις αμερικανικές παραγωγές και η 7η τέχνη καταλήγει να είναι η υποκουλτούρα του Χόλυγουντ, η ματιά του Κεν Λόουτς αναμφισβήτητα δίνει το στίγμα της και το καταφέρνει αυτό για έναν απλούστατο λόγο. Γιατί είναι από την αρχή μέχρι το τέλος αληθινή!

Παρακολουθώντας την ιστορία του Ντάνιελ Μπλέικ και βιώνοντας στιγμές της καθημερινότητάς του, ταυτίζεσαι εύκολα με τον πρωταγωνιστή, καθώς οι εικόνες είναι οικείες και αναγνωρίσιμες. Μακριά από το μελόδραμα, ο Λόουτς επιχειρεί να ακτινογραφήσει την σκληρή πραγματικότητα, αυτήν που κυριαρχεί στην εποχή της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Ωστόσο, το προβληματικό σημείο της ταινίας βρίσκεται στο γεγονός ότι καθόλη τη διάρκειά της απoφεύγει να καταδείξει, έστω και στο ελάχιστο, ποια είναι η πραγματική αιτία αυτής της σκληρής πραγματικότητας. Και εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ουσιαστικά μη πολιτική στάση που δεν έχει σχέση με αντισυστημικό κινηματογράφο, δηλαδή την εμπνευσμένη εκείνη μορφή τέχνης, για την οποία διψούν σήμερα τα θύματα της παγκοσμιοποίησης, την οποία κάποιοι—λίγοι– εμπνευσμένοι Γάλλοι, Βέλγοι και Δανοί κινηματογραφιστές ακόμη υπηρετούν. Αντίθετα, ο Λόουτς έμεινε στη παλιά του θεματική της ανεπάρκειας του κράτους-πρόνοιας, μη καταλαβαίνοντας (ή μη θέλοντας να καταλάβει) ότι στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης το θέμα δεν είναι πια το ανεπαρκές κράτος-πρόνοιας αλλά η ίδια η παγκοσμιοποίηση και ο βασικός θεσμός της στην Ευρώπη, η ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος τάχθηκε κατά του Brexit!

Ο φακός του Βρετανού σκηνοθέτη συναντά τον 60χρονο μαραγκό λίγο μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο που τού αποτρέπει να συνεχίζει να δουλεύει και τον αναγκάζει να στραφεί στις κοινωνικές υπηρεσίες του βρετανικού κράτους για επίδομα ασθενείας.  Παρ’ όλα αυτά, το επίδομα ασθενείας του διακόπτεται και ο Ντάνιελ, χωρίς να έχει άλλη επιλογή, μπλέκεται στα γρανάζια της απρόσωπης γραφειοκρατίας του ασφαλιστικού συστήματος για να μπορέσει να επιβιώσει. Σε εκείνο το σημείο, η ζωή του συνδέεται με μία ανύπαντρη μητέρα δύο παιδιών, την Κέιτι, που βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνικής πυραμίδας και προσπαθεί να προσφέρει μία αξιοπρεπή ζωή στα παιδιά της.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες καλούνται και οι δύο να επιβιώσουν, επιτρέπουν να δημιουργηθεί μία ιδιότυπη φιλία μεταξύ τους, η οποία βαθαίνει όσο αγωνίζονται να σταθούν όρθιοι μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον που τους κλέβει την αξιοπρέπεια .

Παρά την τεχνική αρτιότητα της ταινίας και τον επιτυχημένο τρόπο με τον οποίο μας φέρνει σε επαφή με την άθλια καθημερινότητα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως προείπαμε, ο υπαίτιος της κατάστασης αυτής αποκρύπτεται. Η ματιά του Λόουτς δεν είναι επαρκώς διεισδυτική και αρκείται απλά στην απεικόνιση του σύγχρονου μεσαίωνα των καταπιεζόμενων, αποφεύγοντας να ονοματίσει ή έστω να υπονοήσει ποιος βρίσκεται πίσω από την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων.

Σε μια εποχή που η εργατική τάξη έχει στοχοποιήσει την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση ως εχθρό της (όπως έδειξε η επαναστατική ψήφος του Brexit, αλλά και η ανάπτυξη των νεο-εθνικιστικών κομμάτων), θα αναμέναμε από καλλιτέχνες που δηλώνουν ότι συντάσσονται με τον λαό, να κάνουν το ίδιο. Όπως σημειώνει σχετικά και ο Τάκης Φωτόπουλος:

«Η τελευταία ταινία του Κεν Λόουτς (…) περιγράφει θαυμάσια αυτόν τον νέο κοινωνικό αποκλεισμό, όπως και τα δεινά των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης. Όμως, ο Λόουτς, σαν εξέχων μέλος της παγκοσμιοποιητικής «Αριστεράς», δεν ακούμπησε την ίδια την παγκοσμιοποίηση ως την αιτία των δεινών αυτών.»

Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν είναι τυχαίο ούτε απλή παράλειψη του σκηνοθέτη, αλλά συνειδητή επιλογή, κρίνοντας από το γεγονός ότι, όπως προαναφέρθηκε,  στο πρόσφατο δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΕ, αυτός ήταν υπέρ της παραμονής. Υπό αυτό το πρίσμα, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Λόουτς συντάσσεται πλήρως με την παγκοσμιοποιητική «Αριστερά» τύπου ΣΥΡΙΖΑ,  η οποία οφείλεται εν πολλοίς για τη σημερινή αδράνεια των καταπιεζομένων μπροστά στην καταστροφή που υφίστανται.

Παρ’ όλα αυτά, ο κινηματογράφος του Βρετανού σκηνοθέτη παραμένει άξιος λόγου, ιδιαίτερα σήμερα που βρισκόμαστε υπό καθεστώς ραγδαίας εξάπλωσης της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας και της συνακόλουθης πολιτιστικής ομογενοποίησης που επιφέρει αυτή η εξάπλωση. Η παγκοσμιοποίηση (δηλαδή το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών) που επεκτάθηκε και στο χώρο των πολιτιστικών προϊόντων είχε (και έχει) ως συνέπεια την σταδιακή διάβρωση των περισσότερων κουλτούρων του κόσμου, προς όφελος της ανάδυση μίας παγκόσμιας κουλτούρας, που επιδιώκει να λάβει καθολικά χαρακτηριστικά και να σκεπάσει το «παγκόσμιο χωριό». Η απώλεια των ιδιαίτερων εθνικών/πολιτιστικών χαρακτηριστικών των λαών αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για την ίδια την εθνική κυριαρχία, καθώς λαός αποξενωμένος από την ιστορία του, τα έθιμά του κλπ είναι βορά στις ορέξεις των λακέδων των πολυεθνικών. Το πώς επιτυγχάνει από οικονομικής πλευράς να κυριαρχεί η Αμερική στην κινηματογραφική βιομηχανία μάς το εξηγεί ο ίδιος ο Λόουτς το μακρινό 1998 στο περιοδικό Democracy & Nature:

«η πολιτιστική ομογενοποίηση (δεν) είναι αναστρέψιμη μέσα στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς. Οι νόμοι της αγοράς είναι ανένδοτοι. Οδηγούν στο μονοπώλιο· ένα συνεχές κυνήγι για κέρδη όπου η νέα τεχνολογία πρέπει να τιθασευτεί ώστε να περικόπτει τα εργατικά κόστη για να αυξάνει την παραγωγή κλπ. (…)Όσον αφορά τον κόσμο του σινεμά, η πίεση από τις ΗΠΑ είναι αδυσώπητη (…) (Οι Αμερικάνοι) είναι κυρίαρχοι και πιέζουν για όλο και περισσότερο ελεύθερο εμπόριο που σημαίνει όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση για αυτούς στα ευρωπαϊκά σινεμά. Ακόμα και οι μικρές επιχορηγήσεις που οι Γάλλοι δίνουν στο δικό τους σινεμά βρίσκονται υπό την απειλή των ΗΠΑ, ειδικά μετά την πρόταση ΜΑΙ (Multilateral Agreement on Investment / Πολυμερής Συμφωνία Επενδύσεων), η οποία, ανάμεσα σε άλλα, σκοπεύει να αυξήσει το ελεύθερο εμπόριο στην κινηματογραφική βιομηχανία. (…) Αν και υπάρχει μία συνεχής προσπάθεια από ανθρώπους που ενδιαφέρονται να σώσουν ένα είδος κινηματογράφου, διαφορετικό από αυτό που παράγει το Αμερικάνικο βιομηχανικό μοντέλο, η προσπάθεια αυτή παρακωλύεται και όλη η πίεση των ΗΠΑ στοχεύει στην ανεμπόδιστη πρόσβαση των αμερικανικών ταινιών σε όλες τις αγορές.»

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί στο σινεμά σήμερα, η τελευταία ταινία του 80χρονου σκηνοθέτη, έχει να μας δώσει κάτι. Και αυτό το κάτι είναι η ωμή εικόνα των λαών που συνθλίβονται. Χρέος μας, ωστόσο, είναι να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα από αυτές τις διαπιστώσεις που ακόμα και συστημικοί αναλυτές κάνουν. Να ξεμπροστιάσουμε την προπαγάνδα των καθαρμάτων που μας έχουν φέρει στο σημερινό σημείο, να φωνάξουμε ότι είναι η ΕΕ και η παγκοσμιοποίηση υπεύθυνη για την καταστροφή, μαζί με την Υπερεθνική και τις ντόπιες ελίτ που την διαχειρίζονται. Και να παλέψουμε για την αποτίναξη της οικονομικής κατοχής, για εθνική κυριαρχία και οικονομική αυτοδυναμία.

Τα λόγια του πρωταγωνιστή στο τέλος της ταινίας αποτελούν μία κραυγή:

«Δεν είμαι φυγόπονος, απατεώνας, ζητιάνος και κλέφτης. Δεν είμαι ένας αριθμός κοινωνικής ασφάλισης ή μία κουκκίδα στην οθόνη του υπολογιστή. (…) Δεν περπατώ σκυφτός. Αλλά κοιτάω τον διπλανό μου στα μάτια και τον βοηθάω αν μπορώ.Ούτε ζητώ, ούτε δέχομαι ελεημοσύνη. Το όνομά μου είναι Daniel Blake. Είμαι άνθρωπος, όχι σκυλί.»

Την κραυγή αυτή πρέπει να την μετατρέψουμε σε πολιτική πράξη για να ανατρέψουμε τις οικονομικοπολιτικές συνθήκες που μας πνίγουν και μας στερούν μία αξιοπρεπή ζωή. Η ώρα του αγώνα είναι τώρα!

ΠΗΓΕΣ :

The New World Order in Action: Globalization, the Brexit Revolution and the “Left”

Bafta-winner Ken Loach slams ‘brutal’ UK government in acceptance speech, The Telegraph, 12 Φλεβάρη 2017

On Media, Culture and the Prospects for a New Liberatory Project: An interview with Ken Loach, Democracy & Nature: The International Journal of Inclusive Democracy         Vol. 5, No. 1 (March 1999)