Print Friendly, PDF & Email

Σχόλιο Αντιπαγκοσμιοποίηση: Παρά το γεγονός ότι όλο το παγκοσμιοποιητικό κατεστημένο έχει στήσει το δικό του πάρτυ για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών, ένα συμπέρασμα είναι τουλάχιστον βέβαιο: η εργατική τάξη του σήμερα και εν γένει τα θύματα της παγκοσμιοποίησης στήριξαν την υποψηφιότητα του Ντόναλντ Τραμπ. Το άρθρο του Frank Furedi που ακολουθεί καταφέρνει να αναδείξει το ζήτημα αυτό αν και όχι με την απαραίτητη επάρκεια, κάτι που οφείλεται στην ανικανότητα του συγγραφέα να αντιληφθεί το φαινόμενο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της σύνδεσής της με τα αιτήματα για εθνική κυριαρχία που αναδύονται σε μεγάλο κομμάτι της Δύσης από τα λαϊκά στρώματα, που στην αμερικανική περίπτωση εκφράστηκαν μέσα από τον ρεπουμπλικανό υποψήφιο.

Έτσι, ο Furedi εστιάζει στην πολιτιστική πλευρά της σημερινής πολυδιάστατης σύγκρουσης μεταξύ της Υπερεθνικής Ελίτ και των κινημάτων για εθνική και οικονομική κυριαρχία, αδυνατώντας να δει τη βασική οικονομική της διάσταση, ασχολούμενος ως επί τον πλείστον με τις πολιτικές ταυτότητας (την πεμπτουσία της παγκοσμιοποιητικής κουλτούρας), οι οποίες, όπως ορθά παρατηρεί, αντιπαρατίθενται με την δήθεν ξεπερασμένη θέαση της κοινωνίας ως «ταξικά» διαχωρισμένης.

Η διαπίστωση ότι και σε αυτές τις εκλογές μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων αντιστάθηκε στον καταιγισμό «ρατσιστικής» και «φασιστικής» συκοφαντίας προερχόμενης, κατά κύριο λόγο, από τις φιλελεύθερες, «αριστερές» και «προοδευτικές» πολιτιστικές και μιντιακές ελίτ, δείχνει για άλλη μία φορά τα τελευταία χρόνια ότι ένα ρήγμα έχει διαμορφωθεί στις δυτικές κοινωνίες της παγκοσμιοποίησης. Ένα ρήγμα μεταξύ των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης (δηλ. της εναπομείνουσας παραδοσιακής εργατικής τάξης, των ελαστικά εργαζόμενων ή/και άνεργων, των νέων που αλλοτριώνονται από την παγκοσμιοποιητική κουλτούρα κ.λπ.) και των κοινωνικών στρωμάτων που οφελούνται από το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών που επιφέρει. Για εμάς το ρήγμα αυτό υποδηλώνει ότι το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης είναι το ταξικό ζήτημα της εποχής μας και είναι αυτό ακριβώς που στοιχειώνει την Υπερεθνική Ελίτ, η οποία προσπαθεί να συντρίψει τα κινήματα για εθνική και οικονομική κυριαρχία πάση θυσία.

Αυτές οι εκλογές ως ο θρίαμβος της τάξης επί της ταυτότητας. Αυτό είναι το πιο αναπάντεχο και  σημαντικό αποτέλεσμα.

Frank Furedi, RT,  (04.11.2020)

Ανεξάρτητα του άμα ο Τραμπ ή ο Μπάιντεν κερδίσουν της αμερικάνικες εκλογές του 2020, αυτό που αποκαλύφθηκε είναι ότι οι δημοσκόποι και οι ειδικοί αναλυτές δεν έχουν κατανοήσει το τι συμβαίνει με το ταξικό ζήτημα, καθώς μάλλον για αυτούς η εργατική τάξη είναι απλά ένα απομεινάρι του παρελθόντος. Από τη δική τους οπτική, είσαι ή λευκός ή μαύρος ή λατίνος ή ασιάτης. Εναλλακτικά, θα είσαι είτε άντρας είτε γυναίκα, στρέιτ ή γκέι, τρανς ή μέλος οποιοδήποτε άλλης ομάδας ταυτότητας (identity group).

Οι πολιτιστικές ελίτ κατά τη διάρκεια του τελευταίου έτους προέβαλαν την εικόνα ότι όλες οι διαφορετικές ομάδες ταυτότητας θα συνασπίζονταν ενάντια στον Τραμπ, υπερισχύοντας έναντι του συρρικνωμένου αριθμού των λευκών ανδρών υποστηρικτών του.

Σύμφωνα με την στρατηγική των «ετοιμοπόλεμων» (woke) MME όπως οι New York Times, η Washington Post, το Vox, ο Τραμπ είναι ένας σκληροπυρηνικός ρατσιστής που απευθύνεται μόνο στο κομμάτι του εκλογικού σώματος που τάσσεται υπέρ της λευκής ανωτερότητας. Παρόλα αυτά, σε αντίθεση με αυτήν την φαντασίωση, η ψηφοφορία στην Φλόριντα και στο Τέξας έδειξαν ότι ο Τραμπ τα πήγε πολύ καλύτερα στους λατίνους και στους μαύρους απ’ ότι περίμεναν. Το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικανοί σε αυτές τις δύο πολιτείες στην πραγματικότητα αύξησαν τα ποσοστά τους σε αυτές τις ομάδες ανθρώπων αναδεικνύει την πεποίθηση των  υποστηρικτών των πολιτικών ταυτότητας περί υπερίσχυσης της ταυτότητας έναντι της τάξης ως ανεδαφική .

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εμπλέκονται πολλοί λόγοι στο γιατί οι δημοσκοπήσεις πάντα υποεκτιμούν την υποστήριξη του εκλογικού σώματος στον Τραμπ αλλά και σε αντίστοιχους λαϊκιστικούς (populist) αγώνες όπως το Brexit. Αλλά ένας από τους λόγους για τον οποίο οι εκτιμήσεις τους βγαίνουν λάθος είναι το γεγονός ότι θέτουν τα ερωτήματά τους σε ανθρώπους που τους μοιάζουν, δηλαδή σπουδαγμένους επαγγελματίες των πανεπιστημίων, των οποίων η άποψη για τον κόσμο είναι θεμελιωδώς διαφορετική από εκείνους τους ανθρώπους που διανέμουν τα πακέτα της Amazon ή δουλεύουν πίσω από τα ταμεία των σουπερμάρκετ. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο οι δημοσκοπήσεις βγαίνουν εν τέλει λάθος είναι ότι οι άνθρωποι της εργατικής τάξης ξέρουν πως οι απόψεις τους αντιμετωπίζονται με απέχθεια από τις μιντιακές ελίτ με αποτέλεσμα συχνά να επιλέγουν να κρατούν τη γνώμη τους για τον εαυτό τους.

Όπως φάνηκε, μία από τις κρίσιμες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων που ψήφισαν Μπάιντεν και αυτών που ψήφισαν Τραμπ είναι αν κατά τη διάρκεια της πανδημίας κατάφερες να εργαστείς από το σπίτι ή αν έπρεπε να βγεις έξω για να βγάλεις τα προς το ζην. Ενώ η επαγγελματική τάξη έπινε το τσάι της από το σπίτι ποστάροντας ταυτόχρονα θυμωμένα tweets για τον Τραμπ, οι άνθρωποι της εργατικής τάξης ήταν απασχολημένοι κάνοντας δουλειές εκτός σπιτιού. Οι επαγγελματίες με πανεπιστημιακή εκπαίδευση ήταν πολύ πιο πιθανό να ψηφίσουν Μπάιντεν από τους τύπους που δουλεύουν μες στο ψοφόκρυο συντηρώντας την υποδομή του έθνους.

Οι δημοσκόποι είτε παριστάνουν είτε όντως πιστεύουν ότι η εργατική τάξη είναι ένα απομεινάρι του παρελθόντος. Οι πολιτιστικές ελίτ λιγότερο ή περισσότερο επαναλαμβάνουν την άποψη αυτή και στο βαθμό που γνωρίζουν την ύπαρξη των ανθρώπων της εργατικής τάξης, τους θεωρούν ως μία ακόμα ομάδα ταυτότητας. Ακόμα και σήμερα αναφέρονται στην «αρρενωπότητα της εργατικής τάξης» ή της «τοξικής αρρενωπότητας» όταν φέρνουν στο νου τους την εικόνα ενός ατόμου της εργατικής τάξης. Αφού φαντάζονται ότι το φαινόμενο της εργατικής τάξης προσωποποιείται στον λευκό ρατσιστή άνδρα, τότε σίγουρα θα έμειναν έκπληκτοι όταν ανακάλυψαν ότι οι φτωχοί λατίνοι όπως και λευκοί που παλεύουν για να τα βγάλουν πέρα είναι πολύ πιο πιθανό να ψηφίσουν Τραμπ παρά Μπαίντεν.

Το ότι η τάξη έχει πραγματικά σημασία απεικονίζεται και από το ποιοι άνθρωποι χρηματοδότησαν της εκστρατείες του Μπαίντεν και του Τραμπ αντίστοιχα. Οι μεγάλες τράπεζες, οι εταιρικοί γίγαντες της τεχνολογίας, οι πανεπιστημιακά σπουδαγμένοι και υψηλά αμειβόμενοι επαγγελματίες έδωσαν απλόχερα τα μετρητά τους στον Μπάιντεν. Σε αντίθεση, ήταν οι εργαζόμενοι – μάστορες και φορτηγατζήδες – με τη συνεισφορά των 10 δολαρίων που βοήθησαν στη χρηματοδότηση της εκστρατείας του Τραμπ. Αρκετά αναπάντεχα γύρω από το φαινόμενο Τραμπ φτιάχτηκε ένας λαϊκιστικός (populist) συνασπισμός εργαζομένων, αν και ιστορικά ήταν το Δημοκρατικό Κόμμα αυτό που βασιζόταν στην υποστήριξη της εργατικής τάξης. Όπως το Εργατικό Κόμμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, έτσι και το Δημοκρατικό Κόμμα στις ΗΠΑ δεν ενδιαφέρεται πια για την εργατική τάξη και έχει αποφασίσει να γίνει ένα κίνημα που εκφράζει τις απόψεις καλά αμειβόμενων, σπουδαγμένων επαγγελματιών.

Αυτό που έδειξαν οι αμερικανικές εκλογές είναι ότι η αμερικανική πολιτιστική ελίτ αδυνατεί να περνάει πάντα το δικό της. Οι πολιτικές ταυτότητας υπέστησαν ένα σημαντικότατο πλήγμα χάρη στο ένστικτο της κοινής λογικής που διαθέτουν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης. Ας ελπίσουμε ότι η εργατική τάξη, φανερώνοντας τις φαντασιώσεις που διασπείρονται από τις δημοσκοπήσεις, θα αντλήσει έμπνευση από την επιτυχία της αυτή και ότι θα ισχυροποιηθεί η πεποίθηση ότι η φωνή της όντως μετράει .