Print Friendly, PDF & Email

Σχόλιο: Όπως έχουμε επανειλημμένα τονίσει, τα άτυπα κινήματα για εθνική και οικονομική κυριαρχία που θεριεύουν παντού στην Ευρώπη αποτελούν το βασικό άξονα αντίστασης στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Με σημείο εκκίνησης το κίνημα υπέρ του Brexit στη Μ. Βρετανία, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια η όξυνση της κοινωνικής πάλης με πλατιά λαϊκά στρώματα να δηλώνουν την αντίθεσή τους στις πολιτικές που εφαρμόζει η Υπερεθνική Ελίτ προς όφελος των Πολυεθνικών, είτε μέσω εκλογών είτε ακόμα και στο δρόμο. Ωστόσο, η αναπόφευκτη πολιτικοποίηση των θυμάτων της παγκοσμιοποίησης που φέρνει η αναζήτηση απαντήσεων σε ζητήματα καθημερινής επιβίωσης, παραδόξως, δεν συνοδεύεται με αντίσταση στο πολιτιστικό επίπεδο, εν αντιθέσει με το τι γινόταν σε παλαιότερες εποχές.

Έτσι, ο αρθρογράφος Ρίτσαρντ Μόρισον (Richard Morrison) των The Times καταπιάνεται με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων, το οποίο συνεχίζει να ταράσσει τα νερά σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια και ταυτόχρονα να ριζοσπαστικοποιεί τα αιτήματά του, αντιδιαστέλλοντας αυτόν τον κοινωνικό αναβρασμό αναταραχή με τη διάχυτη καλλιτεχνική αδράνεια που επικρατεί. Αναπόφευκτα έρχεται στο μυαλό η δεκαετία του ’60, όπου η πολιτική αναταραχή και η ρηξικέλευθη πολιτιστική δημιουργία ήταν αλληλένδετες, με τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους να βρίσκονται εκείνη την εποχή στην αιχμή του αγώνα διαδραματίζοντας ρόλο καταλύτη της κοινωνικής εξέγερσης, ενώ σήμερα αποτελούν την πέμπτη φάλαγγα για τα λαϊκά στρώματα συμβάλλοντας στον αποπροσανατολισμό και ξεπλένοντας τα εγκλήματα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.

Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός αποτελεί και την εξήγηση του φαινομένου που δεν αναφέρει ο συγγραφέας αφού στέκεται μόνο στην επιφάνεια, που σωστά περιγράφει, χωρίς να εξετάζει, όμως, και τις αιτίες. Τον Μάη του ’68 μια αντισυστημική Αριστερά ήταν κυρίαρχη και οι προοδευτικοί καλλιτέχνες εξέφραζαν ακριβώς αυτό το κλίμα. Σήμερα η κυρίαρχη Αριστερά είναι η παγκοσμιοποιητική “Αριστερά” που δεν θέτει καν θέμα αμφισβήτησης της Νέας Διεθνούς Τάξης της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, αλλά ασχολείται με τις πολιτικές ταυτότητας και τα ανθρώπινα δικαιώματα (ή, το πολύ, μεταθέτει κάθε ριζοσπαστική αλλαγή στη … Δευτέρα Παρουσία της διεθνούς σοσιαλιστικής επανάστασης!). Οι συνέπειες είναι ότι τα λαϊκά και κυρίως τα εργατικά στρώματα που πάντα στήριζαν την Αριστερά μετακόμισαν στα κινήματα για την εθνική κυριαρχία, ενώ οι καλλιτέχνες απλά προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα από τη προσαρμογή τους στην πολιτιστική παγκοσμιοποίηση.

Η τέχνη κάποτε ήταν στο επίκεντρο της διαμαρτυρίας. Πότε έγιναν όλα τόσο βαρετά;

Richard Morrison, The Times, (07.12.2018)

Για όσους από εμάς που θα δούμε ξανά τις ηλιόλουστες μέρες των αρχών της δεκαετίας του 60, οι διαδηλώσεις του Παρισιού αυτή την εβδομάδα αναπόφευκτα έφεραν αναμνήσεις από την τεράστια αναταραχή στη Γαλλία πριν από 50 χρόνια. Με εξαίρεση ότι εκτός από το θέαμα των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ της αστυνομίας και των ταραχοποιών, δεν υπάρχει καθόλου ομοιότητα.

Τα γεγονότα ( “Les événements”) του Μάη του 1968 ξεκίνησαν με τρόπο που σε κάνει να ξεκαρδίζεσαι όταν οι σπουδαστές ενός Πανεπιστημίου του Παρισιού διεκδικούσαν το δικαίωμα να κοιμούνται μεταξύ τους (“Liberté! Égalité! Sexualité!”). Εξελίχθηκε γρήγορα σε μια ολομέτωπη, αν και βραχύβια επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, τον καταναλωτισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον πατερναλισμό, τον φασισμό, τον αυταρχισμό και κάθε άλλο “-ισμό” που ο Ζαν Πολ Σαρτρ – στεκόμενος πάνω σε ένα πρόχειρο βήμα απευθυνόταν στα ανήσυχα πλήθη έξω από το εργοστάσιο της Ρενό (Renault) στο Παρίσι – θα μπορούσε να σκεφτεί.

Με 11 εκατομμύρια εργαζόμενους σε απεργία για ένα δεκαπενθήμερο, [τα γεγονότα] ακινητοποίησαν τη γαλλική οικονομία και έστειλαν τον πρόεδρο της χώρας – τον ήρωα πολέμου Σαρλ ντε Γκολ (Charles de Gaulle) – σε στρατιωτική βάση στη Γερμανία για προστασία. Και οι επιπτώσεις της δεν έγιναν αισθητές μόνο στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, αλλά και καλλιτεχνικά, γιατί δεν υπήρξε κανένας μουσικός, συγγραφέας, ηθοποιός ή καλλιτέχνης που σεβόταν τον εαυτό του στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες που δεν υποστήριξε τα γεγονότα.

Αντίθετα, οι [σημερινές] διαδηλώσεις του Παρισιού ήταν για τις υψηλές τιμές της βενζίνης. Τα παιδιά μου σκέφτονται ότι φαντασιώνομαι όταν ισχυρίζομαι ότι ζούσαμε σε ένα διαφορετικό σύμπαν τη δεκαετία του 1960, αλλά τίποτα δεν καταδεικνύει καλύτερα το χάσμα ανάμεσα στις κοινωνικές και τις πολιτικές αντιλήψεις τότε και τώρα από αυτές τις δύο εξεγέρσεις, που τις χωρίζουν 50 χρόνια.

Η ‘Σχεδία της Μέδουσας’ του Χένζε (Henze) ανέφερε την ίδια ιστορία με τον [ομώνυμο] πίνακα του Ζερικό (Géricault), αλλά η πρεμιέρα της προκάλεσε χάος.

Τότε υπήρξε ένα πραγματικό συναίσθημα – ίσως ιδεαλιστικό, αλλά εξίσου πειστικό – ότι η αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο δεν ήταν μόνο απαραίτητη, αλλά και, τελικά, δυνατή. Σήμερα, απλά ψελλίζουμε στις σκιές ενώ μη εκλεγμένες, μη ελεγχόμενες εταιρείες του διαδικτύου ασκούν ασυναγώνιστη εξουσία.

Το 1968, αυτό το επαναστατικό πνεύμα μόλυνε ακόμα και τις πιο στάσιμες μορφές τέχνης. Πράγματι, η πιο χαοτική, αμφιλεγόμενη και βίαιη πρεμιέρα (ή, όπως αποδείχθηκε, ‘μη πρεμιέρα’) στην ιστορία της κλασικής μουσικής συνέβη αυτό το Σαββατοκύριακο πριν από 50 χρόνια. Αυτό ήταν όταν το Γερμανικό Ραδιόφωνο προσπάθησε να παρουσιάσει στο Αμβούργο μια παράσταση ενός νέου ορατορίου που ονομαζόταν ‘Η Σχεδία  της Μέδουσας’ από τον αριστερό συνθέτη Χανς Βέρνερ Χένζε (Hans Werner Henze).

Ο Χένζε ήταν χαρακτηριστικό παράδειγμα της εποχής. Για αυτόν, η μουσική και η πολιτική ήταν αδιαχώριστες. Μία φορά μου είπε ότι έχασε την παρθενιά του όταν «βιάστηκε από έναν Αμερικανό στρατιώτη» ενώ άκουγε τη Συμφωνία Νο 1 του Γουίλιαμ Ουίλτον στο ραδιόφωνο. Θα μπορούσατε να πείτε ότι ήταν άνθρωπος με θέματα – και ίσως αυτό τον οδήγησε να σκανδαλίσει την έντονα, εκείνη την εποχή, αντι-κομμουνιστική Δυτική Γερμανία γράφοντας ένα “Ρέκβιεμ για τον Τσε Γκεβάρα”. Αυτή ήταν η ‘Σχεδία της Μέδουσας’, που εξιστορούσε την ίδια ιστορία του κανιβαλισμού, της επίσημης ανικανότητας και της ιμπεριαλιστικής σκληρότητας όπως απεικονίζεται από τον Tεοντόρ Ζερικό (Théodore Géricault) σε αυτόν τον απίστευτο καμβά στο Λούβρο.

Η προγραμματισμένη πρεμιέρα γρήγορα πολιτικοποιήθηκε, όπως κανένα γεγονός κλασικής μουσικής πριν ή από τότε. Οι αριστεροί ακτιβιστές κατάφεραν να περάσουν κόκκινες σημαίες που τοποθετήθηκαν στη σκηνή και μια γιγαντιαία εικόνα του Γκεβάρα κρεμόταν πάνω από ένα βήμα. Σε εκείνο το σημείο η χορωδία επαναστάτησε εναντίον των ανταρτών, φωνάζοντας “κάτω από την κόκκινη σημαία δεν τραγουδάμε” (ακούγεται καλύτερα στα γερμανικά) και αποχώρησαν. Ξέσπασαν καβγάδες, κλήθηκε η αστυνομία , εκδιώχθηκαν μερικοί ταραχοποιοί και ο λιμπρετίστας του Χένζε συνελήφθη. Τότε ο συνθέτης οδήγησε το κοινό σε μία ξεσηκωτική απόδοση του φοιτητικού συνθήματος «Χο, Χο, Χο Τσι Μιν, ο Χο Τσι Μιν θα κερδίσει! “- Ο Χο Τσι Μιν είναι ο ηγέτης του Βόρειου Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου του με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Μπορείτε να φανταστείτε κάτι τέτοιο να συμβαίνει σήμερα σε μια αίθουσα συναυλιών κλασικής μουσικής; Φυσικά και όχι. Και δεν είναι μόνο επειδή η μουσική και η τέχνη έχουν γίνει πιο βαρετές, αν και έχουν γίνει. (Προσπαθήσατε να παρακολουθήσετε το βίντεο που κέρδισε το βραβείο Τέρνερ (Turner) αυτή την εβδομάδα;) Είναι, επίσης, επειδή η πολιτική έχει γίνει πιο βαρετή – θα φάω ένα ολόκληρο αντίγραφο των The Times (την έντυπη έκδοση προφανώς) εάν η αγάπη ή το μίσος προς το Brexit εμπνεύσει ένα σημαντικό κομμάτι τέχνης, στο θέατρο ή στη μουσική.

Το 1968, τα πάντα – η πολιτική, το σεξ, ο πόλεμος, η διαμαρτυρία και η τέχνη – έμοιαζαν σαρωμένα από το ίδιο μεθυστικό πνεύμα της εποχής. Πριν από πενήντα χρόνια αυτή την εβδομάδα, με τους κριτικούς, όπως ο Γουίλιαμ Μαν (William Mann) των The Times, να είναι ακόμα κλονισμένος από την πρώτη ακρόαση του ‘Λευκού Άλμπουμ’ (White Album) των Μπιτλς (Beatles), οι αρχι-αντίπαλοί τους, οι Ρόλινγκ Στόουνς (Rolling Stones), εξέδωσαν το άλμπουμ ‘To Συμπόσιο του Ζητιάνου’ (Beggar’s Banquet), με ένα τραγούδι (Sympathy for the Devil) που αναφερόταν στις δολοφονίες του Τζον και του Μπόμπι Κένεντι και ένα άλλο (Street Fighting Man) που γιορτάζει τις φυλετικές διαδηλώσεις και τις διαμαρτυρίες των φοιτητών που σαρώνουν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ.

Παντού, δημιουργικές ιδιοφυΐες ήταν ενθουσιασμένες [με την ευκαιρία να] αποδεχτούν τους πιο ριζοσπαστικούς σκοπούς. Όταν η προβολή της ενοχλητικής ταινίας του Ζαν-Λικ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard) ‘Σαββατοκύριακο’ (Weekend) δέχθηκε την έφοδο της αστυνομίας στο Εδιμβούργο και λογοκρίθηκε στο Λονδίνο, ο σκηνοθέτης απείλησε να βάλει το κοινό του να διαδηλώσει μπλοκάροντας την είσοδο στα κινηματογραφικά θέατρα που θα έπαιζαν την ταινία του, συμβουλεύοντάς το αντ’ αυτού να στείλουν τα χρήματα του εισιτηρίου στο κίνημα ‘Μαύρη Δύναμη’ στην Αμερική.

Σήμερα; Ο Ντάμιεν Χερστ (Damien Hirst) κάνει γλυπτά για τους πολιτικούς της Μέσης Ανατολής και το έργο του Μπάνκσι (Banksy) δημοπρατείται στο Σόθεμπις (Sotheby’s) – αν και “ειρωνικά”. Κανείς δεν ταράζει τα νερά. Κανείς πραγματικά δεν σοκάρει. Τα παιδιά μου επισημαίνουν ότι οι επαναστάτες του 1968 κατάφεραν πραγματικά ελάχιστα με την επανάστασή τους. Αυτό μάλλον ισχύει, αλλά τουλάχιστον προσπάθησαν.